- ἐπαοιδοί
- ἐπαοιδόςby way of a charmmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαοιδός — ἐπαοιδός, ο (AM) μάντης, μάγος, γόης (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδοί φαρμακοί, γόητες». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αοιδός «τραγουδιστής, ραψωδός» Ποιητ. τ. τού επωδός] … Dictionary of Greek